Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Παρατηρήσεις μου επί της υπ' αρ. 442/2001 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Ποινική Δικαιοσύνη" [για τους συνδρομητές του περιοδικού ο διαδικτυακός τόπος είναι: http://www.nbonline.gr/actions/search/?search=%CE%96%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82&search_type=1&orderBy=1&order=1], του έτους 2001, σελ. 601, σε σχέση με το δικονομικό ζήτημα της επιδόσεως με θυροκόλληση.

Ακολουθεί το κείμενο της αποφάσεως και οι παρατηρήσεις.

ΑΠ 442 /2001 [Επίδοση κλήσης με θυροκόλληση]
(παρατ.   Ε. Ζαμπίτης)

Πρόεδρος Κ. Λυμπερόπουλος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής Σ. Μοσχολέας, Αρεοπαγίτης
Εισαγγελέας Α. Βασιλόπουλος, Αντεισαγγελέας
Διατάξεις: άρθρα 155 [παρ. 2], 161 [παρ. 1], 513 [παρ. 1 εδ. γ΄] ΚΠΔ
Θυροκόλληση, Περιεχόμενο αποδεικτικού επίδοσης, Αναίρεση
Ο επιδίδων την κλήση για συζήτηση της αναιρέσεως, στο αποδεικτικό επίδοσης πρέπει, με ποινή ακυρότητας της κλήτευσης, σε περίπτωση θυροκόλλησης είτε προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο είτε προς τον αντίκλητό του, να σημειώνει και το ονοματεπώνυμο του απαραιτήτως προς τούτο προσλαμβανομένου μάρτυρα, ως και το επάγγελμα και την κατοικία αυτού. Η μονογραφή που τίθεται στην οικεία θέση του αποδεικτικού επίδοσης δεν αναπληρώνει την έλλειψη των στοιχείων αυτών.
Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ.γ΄ ΚΠΔ , για να εισαχθεί προς συζήτηση αίτηση αναιρέσεως, πρέπει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να κλητεύσει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους, με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 έως 161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 ΚΠΔ  στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση μη κλητεύσεως ή ακυρότητας αυτής, οφείλει το δικαστήριο να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 161 παρ. 1 και 155 παρ. 2 εδ. β΄, γ΄ του ΚΠΔ, ο επιδίδων την κλήση για συζήτηση της αναιρέσεως, οφείλει να συντάσσει επί τόπου αποδεικτικό στο οποίο, με ποινή ακυρότητας της επιδόσεως, πρέπει να σημειώσει σε περίπτωση θυροκολλήσεως είτε προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο είτε προς τον αντίκλητό του, και το ονοματεπώνυμο του απαραιτήτως προσλαμβανόμενου μάρτυρα, ως και το επάγγελμα και την κατοικία αυτού. Η παράλειψη της αναφοράς οποιουδήποτε από τα ανωτέρω στοιχεία, συνεπάγεται ακυρότητα της επιδόσεως του εγγράφου της κλήσεως που έγινε.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης αποφάσεως συνεδρίαση, όταν εκφωνήθηκε η από 21.9.2000 αίτησή του αναιρέσεως. Από τα επισκοπούμενα αποδεικτικά επιδόσεως τα οποία βρίσκονται στη δικογραφία, προκύπτει ότι η κλήση προς τον ίδιο επιδόθηκε νομίμως με θυροκόλληση (βλ. το από 5.12.2000 αποδεικτικό του επιμελητή δικαστηρίων Α.Μ.), ενώ η κλήση (σε αντίγραφο) προς τον αντίκλητο δικηγόρο εκείνου, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 13.12.2000 αποδεικτικό του δικαστικού επιμελητή Τ.Λ., επιδόθηκε, επίσης με θυροκόλληση, χωρίς όμως να αναφέρεται στο αποδεικτικό, το ονοματεπώνυμο και το επάγγελμα του μάρτυρα, ο οποίος προσλήφθηκε για τον σκοπό αυτόν. Ούτε τα πιο πάνω στοιχεία συνάγονται από τη μονογραφή που έχει τεθεί στην οικεία θέση. Έτσι, η επίδοση του αντιγράφου της κλήσης η οποία έγινε προς τον αντίκλητο είναι άκυρη και συνεπώς η κλήτευση του αναιρεσείοντος, ως μη ολοκληρωθείσα, δεν είναι σύννομη. Κατά συνέπεια, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπό κρίση αναιρέσεως.
Για τους λόγους αυτούς
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 21.9.2000 αιτήσεως του Γ.Μ., για αναίρεση της 10096/ 1999 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 155 και 161 του ΚΠΔ  προκύπτει ότι για την εγκυρότητα της επιδόσεως που γίνεται με θυροκόλληση απαιτείται, εκτός των άλλων, να αναφέρεται στο - επί τόπου συντασσόμενο από τον επιδίδοντα - αποδεικτικό και το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η κατοικία του μάρτυρα που προσλήφθηκε για τον σκοπό αυτό, άλλως επέρχεται ακυρότητα της επιδόσεως. Την ακυρότητα δε αυτή οφείλει να την κηρύξει το Δικαστήριο, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, υποπίπτει στην πλημμέλεια της (θετικής) υπερβάσεως εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 περ. Θ΄ ΚΠΔ ).
Η αυτονόητη ratio της διατάξεως αυτής είναι ότι, σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα ήταν δυνατή η έρευνα της εγκυρότητας της επιδόσεως, αλλά και αυτής καθ’εαυτής της πραγματοποίησης της θυροκολλήσεως, ως υλικής ενεργείας, ως γεγονότος δηλαδή που έλαβε χώρα, καθώς και της πρόσληψης ή μη του αναφερομένου ως μάρτυρα. Διότι, ως πλασματική επίδοση, η θυροκόλληση που γίνεται από το επιδίδον όργανο είναι εκτεθειμένη στην - σπάνια μεν, πλην όμως πάντοτε πιθανή για διαφόρους λόγους (κακοβουλία, αντιζηλία, χρηματισμός κ.ά.) - αυθαίρετη και εν πολλοίς παράνομη - και ποινικώς - βούληση καταστρατήγησης της έννοιας και της λειτουργίας της θυροκολλήσεως. Θα μπορούσε, φερ’ ειπείν, το επιφορτισμένο με το έργο της επιδόσεως όργανο να συντάξει το αποδεικτικό στο γραφείο του, για μία θυροκόλληση που ποτέ δεν έλαβε χώρα, τελώντας το αδίκημα της ψευδούς βεβαιώσεως (242 ΠΚ ). Σ’ αυτήν την περίπτωση, επομένως, η μοναδική δικλείδα ασφαλείας είναι η αναγραφή των πλήρων στοιχείων του υποχρεωτικά προσλαμβανομένου ως μάρτυρα, οπότε η τυχόν αντ’ αυτού θέση μιας υπογραφής να συνιστά και το αληθώς συρρέον αδίκημα της πλαστογραφίας (216 ΠΚ ), ήτοι επιπρόσθετη ποινική απαξία της παράνομης, ούτως ή άλλως, συμπεριφοράς του οργάνου.
Είναι πρόδηλο δε, ότι μία απλή μονογραφή (όπως στην κριθείσα με τη δημοσιευομένη απόφαση υπόθεση), στην οικεία θέση του αποδεικτικού, αντί των πλήρων στοιχείων του μάρτυρα, δημιουργεί ευλόγως ισχυρές αμφιβολίες περί της πραγματοποίησης της θυροκολλήσεως και απολύτως ορθώς η ως άνω απόφαση εδέχθη την, εξ’ αυτού του λόγου, ακυρότητα της θυροκολλήσεως (για τις επιμέρους διακρίσεις όσον αφορά στην ακυρότητα της επιδόσεως με θυροκόλληση βλέπε τις ενημερωτικές παρατηρήσεις με εκτενέστατες παραπομπές σε νομολογία και θεωρία του Α.Κ. Ζαχαριάδη, υπό τις ΑΠ 1512/1998 , Υπερ 1999, 343 επ. και ιδίως 345, οι παρατηρήσεις και ΑΠ 1528/1999 , Υπερ 2000, 543 επ. και ιδίως 544, οι παρατηρήσεις).-

Ευάγγελος Στ. Ζαμπίτης, Δικηγόρος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου