Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Η φενάκη της ποινικής ευθύνης Υπουργών

Στις 28.03.2010 δημοσιεύθηκε στην Καθημερινής της Κυριακής επιφυλλίδα του Χρήστου Γιανναρά υπό τον τίτλο 'Ποινικά τα πολιτικά εγκλήματα'. Εκτός άλλων, ο κος Γιανναράς υποδείκνυε στους Έλληνες νομικούς να υποβάλουν μηνύσεις κατά των πολιτικών, βρίσκοντας, νομικά, τις πρόσφορες λύσεις έτσι ώστε να ξεπεραστεί το εμπόδιο της ασυλίας τους.
Με βρίσκουν καταρχήν σύμφωνο και αγανακτισμένο, ομοίως, οι εκεί θέσεις του κου Γιανναρά. Παρακάτω εκτίθενται, ωστόσο, κάποιες ρεαλιστικές, ως εκ της ιδιότητός μου, παρατηρήσεις, εν σχέσει ιδίως με τη σύστασή του αυτή προς εγκρίτους νομομαθείς πολίτες της Ελλάδος: Πρώτον, το Σύνταγμα και οι νόμοι της χώρας μας προβλέπουν ήδη κατ’ ουσία την ατιμωρησία των πολιτικών μας -εν ενεργεία ή διατελεσάντων Υπουργών, ως τέτοιων νοουμένων μελών της Κυβέρνησης ή Υφυπουργών- για τα αδικήματά τους, που τελέστηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Προς τούτο, βεβαίως, ειδικά και ανερυθρίαστα μερίμνησαν οι ίδιοι με την ψήφο τους. Διότι οι όροι και οι προϋποθέσεις που θέτουν τόσο το Σύνταγμα όσο και οι σχετικοί νόμοι, για τη διερεύνηση, δίωξη, παραπομπή και εν τέλει κολασμό των ποινικώς επιληψίμων συμπεριφορών τους, πληρούνται με προκλητικά μεγάλη δυσχέρεια και δυσκινησία, με τελικό αποτέλεσμα δυσανάλογο αυτού που -κατ’ επίφαση μόνον- επιδιώκεται να προστατευθεί: Των αδίκων, δηλαδή, διώξεών τους, συνεπεία πολλές φορές προπετών και ανυπόστατων σε βάρος τους μηνύσεων, που θα μπορούσαν να τους καταστήσουν ευάλωτους ή ακόμη και εκβιάσιμους.
Δεύτερον, το σχετικό νομικό πλαίσιο δεν επιτρέπει τη θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων, αυτών δηλαδή ακριβώς που είναι αναγκαίο να υπάρχουν για να λειτουργήσουν -δίκην γενικής πρόληψης- αποτρεπτικά επιζήμιων για το δημόσιο χρήμα συμπεριφορών. Αναφέρεται, απλουστευμένα, ότι ιδιώνυμο έγκλημα είναι αυτό στο οποίο τυποποιείται συγκεκριμένη εγκληματική συμπεριφορά, με υποκείμενο τελέσεώς της μόνο μέλος της Κυβερνήσεως ή Υφυπουργό της.
Τρίτον, η παραγραφή των εγκλημάτων Υπουργών είναι προκλητικά -και παντελώς αδικαιολόγητα- συντομότατη. Συγκεκριμένα, τα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τελεσθέντα αδικήματα Υπουργών παραγράφονται με τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών από την ημέρα που τελέστηκαν. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται μόνον: (α) όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας τελέστηκε η πράξη, εκτός εάν στο μεταξύ εκδόθηκε απόφαση της Ολομελείας της Βουλής ληφθείσα με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης, (β) όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία και (γ) εάν ληφθεί και εξακολουθήσει να ισχύει (διότι μπορεί ευχερώς να ανακληθεί) απόφαση της Ολομελείας της Βουλής, για την αναστολή της δίωξης, της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας. Σε κάθε περίπτωση, η παραγραφή επέρχεται με τη συμπλήρωση δέκα (10) ετών από την τέλεση της πράξεως. Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών εξαλείφεται με το π έ ρ α ς της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μ ε τ ά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν, έως τότε, η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού. Η εξωφρενική αυτή ρύθμιση, της παραγραφής, μπορεί να γίνει ευχερώς αντιληπτή με το εξής παράδειγμα: κακουργηματική απιστία σε βάρος του Δημοσίου, με προκληθείσα ζημία και αντίστοιχα όφελος μεγαλύτερο των 150.000 ευρώ, που διαπράττεται από ανώτερο δημόσιο υπάλληλο της χώρας ή οποιονδήποτε πολίτη της, παραγράφεται μετά από 20 χρόνια, και επιπλέον και άλλων 5 ετών εφόσον αρχίσει η κυρία διαδικασία στο ακροατήριο, ήτοι συνολικά μετά από 16 ή και περισσότερα έτη !!! Η ί δ ι α συμπεριφορά, εάν πραγματωθεί από Υπουργό, παραγράφεται το πολύ σε 10 έτη. Επιπροσθέτως, δε, πρέπει να αποφασίσει, προηγουμένως, η Ολομέλεια της Βουλής να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού π ρ ι ν παρέλθει η δεύτερη τακτική σύνοδος της βουλευτικής περιόδου μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξεως που αποδίδεται σ’ αυτόν. Στην πράξη, λοιπόν, η άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος Υπουργού είναι σχεδόν απίθανη. Συνεπώς, ένα κακούργημα, συνεπεία του οποίου θα μπορούσε ο απλός πολίτης να εγκλειστεί στη φυλακή ισοβίως (και πάντως πραγματικά έως και 25 έτη), για έναν Υπουργό παραγράφεται ταυτόχρονα, περίπου, με την τέλεσή του !!! Η απόλυτη επιβράβευση της, συνταγματικής περιωπής, Αρχής της Ισότητας των πολιτών !!!
Τέταρτον, σε Υπουργό, εν ενεργεία ή μη, δεν επιτρέπεται η βίαιη προσαγωγή, σύλληψη, προσωρινή κράτηση ή επιβολή περιοριστικών όρων. Τούτο, πρακτικά, σημαίνει, σε σχέση με το τελευταίο ιδίως, ότι εάν τελικώς διωχθεί κάποιος Υπουργός, ευχερώς και με την άδεια της επίσημης Πολιτείας δύναται να αποδημήσει εις την αλλοδαπή, σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, κυρίως, όπου είθισται να καταφεύγουν οι διωκόμενοι όταν νιώθουν βαρύ και πλησίον τους τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης.
Αυτά είναι μερικά μόνον από τα κωλύματα που θέτει το νομικό μας σύστημα για την τιμώρηση των πολιτικών μας, γνωστά στους νομομαθείς, οι οποίοι, αυτονόητα, αδυνατούν να πράξουν κατά τις υποδείξεις του κου Γιανναρά. Επειδή, συνεπώς, σήμερα όλα τα, τυχόν, κακουργήματα κάποιων πολιτικών μας έχουν ήδη υποκύψει σε παραγραφή, ο γράφων έχω την άποψη ότι δεν πρέπει να αναλωνόμαστε σε παρελθοντολογία, αλλά να φροντίσουμε να αυστηροποιήσουμε το νομικό πλαίσιο και τους κανόνες της πολιτικής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος, προκειμένου να τους εφαρμόσουμε επιτυχώς στο μέλλον. Διαφορετικά, η χώρα θα οδηγηθεί σε μία επιζήμια ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής, και συνάμα ατελέσφορη, καθόσον δεν θα μπορεί εν τέλει να επιβληθεί ο ποινικός νόμος.
Πέραν όμως του ακαταδίωκτου των Υπουργών, μεγάλες πληγές του δημοκρατικού, πολιτικού μας συστήματος θεωρώ ότι είναι και οι εξής:
Ο αναποτελεσματικός τρόπος εφαρμογής του ‘πόθεν έσχες’ των εν ενεργεία πολιτικών μας. Είναι αδιανόητο, πράγματι, να βλέπουμε πολιτικούς που έχουν στην κατοχή τους 30, 40 ή και 50 ακίνητα, μετοχές, ομόλογα, τεράστιες τραπεζικές καταθέσεις και εν γένει περιουσιακά στοιχεία, που μόνον ιδιαίτερα πλούσιοι πλοιοκτήτες ή επιχειρηματίες θα μπορούσαν να αποκτήσουν σε μία ζωή !!!
Ο αριθμός, επίσης, των βουλευτών μας είναι πολύ μεγάλος σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας μας. Μεγάλες πληθυσμιακά χώρες της Ευρώπης, όπως λ.χ. η Ιταλία, έχουν αναλογικά μικρότερο αριθμό από αυτόν της Ελλάδας μας, των 11 εκ. πολιτών. Ο αριθμός αυτός γίνεται μεγαλύτερος εάν αναλογισθεί κανείς ότι ουσιαστικό και μεστό κοινοβουλευτικό έργο παράγεται όχι από όλους.
Όχι ασήμαντο ζήτημα, επίσης, είναι και το τελικό -μεγάλο- εισόδημα των βουλευτών. Διότι οι πολίτες, χάριν των οποίων εκλέγονται οι βουλευτές μας και τους οποίους, θεωρητικά, υπηρετούν ζουν με υποπολλαπλάσια εισοδήματα. Όσο δηλαδή υπάρχει πολίτης που ζει με 800 ή 1.000 ευρώ μηνιαίως, δεν πρέπει να υπάρχει υπηρέτης αυτού -όπως αυτοχαρακτηρίζονται οι πολιτικοί μας- με μεγαλύτερο εισόδημα από αυτό. Άλλωστε, ουδείς ανάγκασε κάποιον να ασχοληθεί με τα κοινά, αφήνοντας το προσοδοφόρο επάγγελμά του, από το οποίο αποκόμιζε εισόδημα πιθανότατα πολλαπλάσιο από αυτό του βουλευτή.
Άφησα για το τέλος τούτο: η αναφορά του κου Γιανναρά στον πρώην Πρωθυπουργό, Κώστα Καραμανλή, είναι, προφανώς όχι σκόπιμα, άδικη. Διότι, άφευκτα, δημιουργείται ο αρνητικός συνειρμός, λόγω του τίτλου του άρθρου, ότι και αυτός έχει επιδείξει συμπεριφορές τέτοιες που δικαιολογούν την ποινική και όχι την πολιτική ευθύνη του. Ο εν λόγω πολιτικός, όμως, ως Πρωθυπουργός, μπορεί ίσως να ‘κατηγορηθεί’ για αδράνεια και αστοχία σε σχέση με την επιλογή κάποιων συνεργατών του, καθόσον αυτοί ήταν οι οποίοι και τον εξέθεσαν εν τέλει ανεπανόρθωτα, σε καμία περίπτωση όμως δεν υπάρχει ψήγμα υποψίας για διαφθορά ή νοσφισμό χρημάτων από τον ίδιο. Το αντίθετο, μάλιστα, η εντιμότητά του, όπως και των περισσοτέρων πρώην Πρωθυπουργών, εξάλλου, είναι πανθομολούμενα διαπιστωμένη.-