Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Επιστολή (άποψη - άρθρο), δημοσιευθείσα στο περιοδικό 'Ενώπιον', τεύχος 63/2011, σελ. 22.


Ευάγγελος Ζαμπίτης,
Δικηγόρος (ΑμΔσθ 4364),
Δνση: Βασ. Ηρακλείου 14, ΤΚ 546 25,
Τηλ.: 2310 538 550, 2310 544.922,
Fax: 2310 513 383,
Κιν.: 6937 108 027
email: vagzab1@gmail.com
Θεσσαλονίκη.

Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
- Του Δικηγορικού Συλλόγου:
Αθηνών και
Θεσσαλονίκης,
- Της Ενώσεως Ελλήνων Ποινικολόγων,
- Της Ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων και
- Της Ενώσεως Εισαγγελέων Ελλάδος.

Θεσσαλονίκη, 3 Οκτωβρίου 2011
***************************************************************

1| Ως δικηγόρος, αλλά και πολίτης που (δικαιούται και πρέπει να) αντιδρά στην αμετροέπεια και την αυθαιρεσία, αισθάνομαι επιτακτική την ανάγκη, αλλά και χρέος μου, συνάμα, να θέσω υπ’ όψιν σας, καταρχήν, γεγονότα πιθανόν γνωστά και σε σας, στη συνέχεια δε, να επιζητήσω τον παρεμβατικό λόγο σας εφόσον κριθεί και από εσάς αναγκαίο. Αναφέρομαι στην ανοίκεια, απρεπή και ανεπίτρεπτη, από κάθε άποψη, επίθεση, τις προηγούμενες ημέρες, (μερικών ευτυχώς) δημοσιογράφων και δημοσιογραφούντων σε βάρος ενός δικαστικού λειτουργού, του Ανακριτή Αθηνών, Κου Γεωργίου Κασσίμη. Σκοπός μόνος της παρούσης είναι η in abstracto προστασία του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, ως ανεξάρτητης εξουσίας, και όχι τόσο η in concreto αντίστοιχη του ως άνω Ανακριτού, ο οποίος, στα μάτια όσων διαθέτουν το αριστοτελικό προνόμιο της έλλογης γνώσεως, χαίρει μόνον εκτιμήσεως.

2| Ο ως άνω Ανακριτής, όπως είναι ίσως γνωστό στους περισσοτέρους, διενεργεί την ανάκριση της υποθέσεως που είναι ευρέως γνωστή ως ‘στημένοι ποδοσφαιρικοί αγώνες’. Ενώπιόν του οδηγήθηκε, προ ημερών, ο διωκόμενος και δη με ένταλμα συλλήψεως του ιδίου, Κος Μάκης Ψωμιάδης, στον οποίο αποδίδεται σωρεία κακουργημάτων. Μετά την απολογία του τελευταίου, ο μεν ανωτέρω Ανακριτής είχε τη γνώμη να αφεθεί αυτός ελεύθερος, με περιοριστικούς όρους, η γνωμοδοτήσασα δε Εισαγγελεύς να κρατηθεί προσωρινώς. Τη διαφωνία τους αυτή επέλυσε ακολούθως το δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο, για τους λόγους που σε αδρές γραμμές στα ΜΜΕ όλοι διαβάσαμε, έκρινε υπέρ της εισαγγελικής γνώμης και διέταξε την προσωρινή κράτηση του ανωτέρω κατηγορουμένου. Ο τελευταίος, εν τω μεταξύ, προδήλως ελαυνόμενος από το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεώς του, επέλεξε να διαφύγει και διαφεύγει έως και σήμερα. Η συμπεριφορά του αυτή απετέλεσε την αιτία δυσμενών σχολίων του ηλεκτρονικού κυρίως Τύπου και δημοσιογράφων που με άκρως επικριτικό τρόπο στηλίτευσαν τον ως άνω Ανακριτή, καταλογίζοντάς του, κατά το μάλλον ή ήττον, προσωπική ευθύνη του για τη φυγή του ανωτέρω ‘μεγάλου εγκληματία’. Έγινε λόγος για “άδειασμα” του Ανακριτή από το δικαστικό συμβούλιο, για αίσθημα δυσφορίας της “κοινής γνώμης”, αλλά και αυτού ακόμη του Υπουργού Δικαιοσύνης, καθώς επίσης και για σκέψεις αντικαταστάσεώς του από άλλον Ανακριτή. Σε πρωινή ενημερωτική εκπομπή μεγάλου τηλεοπτικού σταθμού της Αθήνας, της 29ης.09.2011, ασκήθηκε οξύτατη εναντίον του κριτική, αλλά και λοιδωρία του εν πολλοίς, υπό την επίφαση της αντίθεσης της κρίσεώς του (: να αφήσει ελεύθερο τον κατηγορούμενο, συνεπεία της οποίας η φυγή του ανωτέρω) στην ‘κοινή γνώμη’. Στο διαδίκτυο, ακόμη και σε ιστότοπους εγκύρων εφημερίδων ή blogs γνωστών δημοσιογράφων (Μπαξεβάνη κλπ), φιλοξενούνται επικριτικά, με επιπολάζουσα αιτιολογία, άρθρα και σχόλια, ακόμη και από ‘αγανακτισμένους πολίτες’, οι οποίοι, απολαμβάνοντας την ‘απόλυτη δημοκρατία’ του διαδικτύου, ζητούν, σπανιότερα επωνύμως, ανωνύμως στην πλειοψηφία τους, την κεφαλή ‘επί πίνακι’ του εν λόγω Ανακριτή, την πειθαρχική δίωξη και τιμωρία του, ακόμη και το διωγμό του από το δικαστικό σώμα κλπ. Η ανθρωποφαγία σε απόλυτο βαθμό.

3| Η από νομικά ανίδεους επίθεση γίνεται σήμερα σε βάρος του συγκεκριμένου δικαστή. αύριο, σε βάρος κάποιου άλλου, πιθανόν για τον ακριβώς αντίθετο λόγο [διότι, λχ, θα διατάξει την προσωρινή κράτηση κάποιου προσώπου, παρά την αντίθεση της ‘κοινής γνώμης’]. Μία τέτοια δημοσιογραφική κριτική πάσχει πρωτίστως επειδή προέρχεται από πρόσωπα που, εκ των πραγμάτων, αδυνατούν –κι αν ακόμη πολύ προσπαθήσουν– να τη διατυπώσουν, ελλείψει νομικής παιδείας. Σε επιστημονικό επίπεδο, αντίθετα, η κριτική είναι όχι απλώς θεμιτή, αλλά και επιβεβλημένη, εφόσον γίνεται τεκμηριωμένα σε νομικά περιοδικά κλπ. Η δημοσιογραφική κριτική για εξειδικευμένα και δυσχερή νομικά ζητήματα γίνεται με αποκλειστικό σκοπό τη θωπεία της πεπλανημένης, συνήθως, “κοινής γνώμης”, την οποία έχουν μεριμνήσει προηγουμένως οι ίδιοι ή άλλοι δημοσιογράφοι να κατευθύνουν κατά το δοκούν.
Αλίμονο όμως στην κοινωνία που έχει την (ενίοτε παραπαίουσα) κοινή γνώμη ως κριτήριο ή μέτρο απονομής της Δικαιοσύνης. Η “κοινή γνώμη” –για να ερανισθώ τις σκέψεις του Καθηγητή Ιωάννη Μανωλεδάκη– όπως και το “κοινό περί Δικαίου αίσθημα” είναι έννοιες μεταβαλλόμενες χρονικά και τοπικά, αλλά και εν πολλοίς εύπλαστες και ελεγχόμενες από τους έχοντες τη σχετική εξουσία. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο παράδειγμα της υπόθεσης των Ολυμπιονικών μας, Θάνου και Κεντέρη, οι οποίοι αθωώθηκαν (και ορθώς) από το φυσικό δικαστή τους, αφού προηγουμένως ‘κατακρεουργήθηκαν’ από την “κοινή γνώμη” και τους “δικάσαντες” δημοσιογράφους.
Αλίμονο, επίσης, εάν ο (κάθε) δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός κινδύνευε με πειθαρχική ή άλλη δίωξη (εκτός άλλης, αποδεδειγμένης όμως, περιπτώσεως) επειδή απλώς και μόνον έκανε το καθήκον του. Αλίμονο, τέλος, εάν έπρεπε ο δικαστής, για να αισθάνεται ασφαλής από πιθανές διώξεις ή και την κατακραυγή ανοήτων, να μην ακούει τη φωνή της συνειδήσεώς του, αλλά να επιβάλλει την προσωρινή κράτηση παρότι δεν έχει πεισθεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεών της. Η, συνταγματικής περιωπής ελευθερία και ανεξαρτησία του (πρέπει να) ενδιαφέρει όχι μόνον τους δικαστές ή τους δικηγόρους, αλλά και την κοινωνία ολόκληρη. Υπό την έννοια αυτή, πρέπει, ομοθύμως, οι εμπλεκόμενοι να υψώσουμε ασπίδα προστασίας του εν λόγω δικαστού από άδικες ή και σκόπιμες επιθέσεις. Για το περίσσευμα, δε, του θάρρους του, να εκφράσει δηλαδή άποψη αντίθετη προς τους “δικάζοντες” και “καταδικάζοντες” [τον (κάθε) Κο Μάκη Ψωμιάδη] δημοσιογράφους και ‘κοινή γνώμη’ οφείλουμε να του απονείμουμε τα εύσημα.
Είναι αλυσιτελές, δε, στην παρούσα στιγμή, να υπεισέλθει κανείς στην αξιολόγηση της ορθότητος της αποφάνσεως του Ανακριτή ή της Εισαγγελέως. Προφανές είναι ότι σε περίπτωση διαφωνίας, έναν από τους δύο θα δικαίωνε το Συμβούλιο. Όμως, η τελική ‘δικαίωση’ του ενός ή του άλλου μέρους μένει, κάποτε, να αποδειχθεί. Η καταδίκη και κυρίως ο εγκλεισμός του Κου Μάκη Ψωμιάδη στη φυλακή θα ‘δικαιώσει’ την Εισαγγελέα και το δικαστικό Συμβούλιο, ενώ η αθώωσή του ή ακόμη και ο μη εγκλεισμός του στη φυλακή (λόγω αναστολής ή μετατροπής της τυχόν ποινής του) τον Κο Κασσίμη. Ελάχιστοι, όμως, τότε θα θυμούνται την (ορθή) κρίση του τελευταίου.
Η βάναυση και κυρίως άδικη και παράνομη επίθεση και προσβολή του ως άνω Δικαστού υποχρεώνει όλους μας –ως φύσει και θέσει υπερασπιστές του Δικαίου, της Αληθείας και των (αδίκως ιδίως) διωκομένων– να ορθώσουμε τον επιστημονικά τεκμηριωμένο λόγο μας έναντι της επιδερμικής δημοσιογραφικής (και μη) κριτικής, αυτής που άκριτα και αβασάνιστα σπιλώνει υπολήψεις και συνειδήσεις. Η υπεράσπιση (οιουδήποτε) ανθρώπου από εξόφθαλμα άδικες επιθέσεις αποτελεί για τους Δικηγόρους, και δη τους ποινικολόγους, ύψιστο ‘χρέος’, άρρηκτα συνυφασμένο προς το θεσμικό τους ρόλο. Επισημαίνεται με έμφαση στους νομικά ανίδεους επαγγελματίες της απατηλής τηλεθέασης, που απευθύνεται στην όχι πάντοτε από δική της ευθύνη αποπροσανατολισμένη ‘κοινή γνώμη’, πως ο εν λόγω Ανακριτής [όπως και κάθε Δικαστής αυτονόητα], είχε απεριόριστο, συνταγματικώς κατοχυρωμένο, δικαίωμα και ανεξαρτησία να κρίνει με βάση τη συνείδησή του και τα στοιχεία της δικογραφίας. Κάθε δικαστικός και εισαγγελικός λειτουργός έχει δικαίωμα, κατά την απόφανσή του για την προσωρινή ή μη κράτηση ενός ανθρώπου που κατηγορείται για οποιαδήποτε πράξη, και τη βαρύτερη ακόμη, να ερευνήσει όπως ο νόμος ορίζει, να εξετάσει, δηλαδή, τη συνδρομή ή μη των σοβαρών ενδείξεων ενοχής για κακούργημα, που είναι η πρώτη και βασικότερη προϋπόθεση για την επιβολή της ή μη [Στο άρθρο 282 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ επί λέξει αναφέρεται: “... εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού (:οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής)]. Το δικαιοδοτικό όργανο που αποφασίζει για την προσωρινή κράτηση κάθε προσώπου υποχρεούται να ελέγχει –πάνω και πρώτα απ’ όλα– εάν πληρούται η βασική αυτή προϋπόθεση. Η γνωστή στη χώρα διαμονή, οι τυχόν προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη διευκόλυνση φυγής, η τυχόν, κατά το παρελθόν, φυγοποινία ή φυγοδικία, η καταδίκη για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, ως (επιπλέον) προϋποθέσεις επιβολής της προσωρινής κρατήσεως, ερευνώνται μόνον εφόσον συντρέχει η χρονικά προηγούμενη και ως θεμέλιο τιθέμενη προϋπόθεση των σοβαρών ενδείξεων ενοχής. Μπορεί, κάλλιστα, να είναι κάποιος αγνώστου διαμονής, φυγόδικος, φυγόποινος, ακόμη και καταδικασθείς για απόδραση κρατουμένου, αλλά να μην κριθεί προσωρινώς κρατούμενος εάν δεν συντρέχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του. Μη συντρεχουσών των τελευταίων, ομοίως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τα άμεσα με αυτές συναπτόμενα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, ως ειδικότερης προϋπόθεσης για την επιβολή προσωρινής κρατήσεως σε βαρύτερα (απειλούμενα στο νόμο με ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη με ανώτατο όριο τα 20 έτη) εγκλήματα.
Εν προκειμένω, η έως και τη στιγμή της συλλήψεως και απολογίας του φυγοδικία του Κου Μάκη Ψωμιάδη δεν υποχρέωνε τον Ανακριτή να επιβάλει προσωρινή κράτηση εάν αυτός δεν είχε πεισθεί για τη βασιμότητα της κατηγορίας, εάν δεν υπήρχαν δηλαδή σοβαρές ενδείξεις ενοχής του, με βάση το συλλεγέν έως εκείνη τη στιγμή, αλλά και από τον κατηγορούμενο εισφερθέν, αποδεικτικό υλικό. Εάν δεν πληρούται αυτή η θεμελιώδης προϋπόθεση, ο (κάθε) Ανακριτής υποχρεούται να πράξει όπως ο νόμος ορίζει: να αφήσει δηλαδή ελεύθερο και αυτόν ακόμη που έως την προηγούμενη στιγμή διέφευγε και κατά του οποίου είχε ο ίδιος εκδώσει ένταλμα συλλήψεως. Ούτε στην προκειμένη περίπτωση (πρέπει να) ενδιαφέρει η πιθανή μεταγενέστερη, έως την έκδοση βουλεύματος από το Συμβούλιο, φυγή του κατηγορουμένου, εφόσον αυτή, ως προϋπόθεση, είναι απολύτως εξαρτημένη από την πρωταρχική, θεμελιώδη και μη συντρέξασα για τον Ανακριτή, σε προγενέστερο χρόνο, προϋπόθεση της βασιμότητος της κατηγορίας.
Αυτό δεν αποτελεί απλώς την κορωνίδα της Δικαιοσύνης και ύψιστο χρέος του Δικαστή κατά την απονομή του Δικαίου, αλλά και θεμέλιο της Δημοκρατίας μας της ίδιας, στο βαθμό που συνέχεται με το ύψιστο αγαθό της ελευθερίας του ανθρώπου. Οφείλουμε, μετά ταύτα, να συγχαρούμε τον Κο Κασσίμη, ο οποίος πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση για το θάρρος του. Το δικαιοκρατικό σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης μας έχει ανάγκη από τέτοιους Δικαστές. αυτούς που δικάζουν με γνώμονα το Νόμο και τη συνείδησή τους, αρκεί “να το κάνουν όσο μπορούν καλύτερα”, κατά τη Καβαφική ρήση.

4| Υπενθυμίζω, τελειώνοντας, την οξεία κριτική που άσκησαν στα ΜΜΕ και (κάποιους κακούς φορείς τους) δύο σοφοί νομομαθείς της χώρας μας, οι οποίοι όρισαν και προσδιόρισαν το Ποινικό Δίκαιο ως το Δίκαιο των ελευθέρων ανθρώπων: ο αείμνηστος Καθηγητής, Ιωάννης Μανωλεδάκης και ο Ομότιμος Καθηγητής, Κος Νικόλαος Ανδρουλάκης.
Ο πρώτος, στο κύκνειο άσμα του, τη μονογραφία του υπό τον τίτλο “Δίκαιο και Ιδεολογία”, στη σελίδα 141 και επ. σκιαγραφεί την ποιότητα και τις σκοπιμότητες στις οποίες υπακούουν τα ΜΜΕ, στα οποία αποδίδει (ίδετε σελ. 52, ό,π,) ευθεία και προκλητική παράβαση του σοβαρού πλημμελήματος που τυποποιείται (στο Ν. 2172/1993 και ήδη) στο Ν. 3090/2002, κατά το άρθρο 8 του οποίου, απαγορεύεται η μαγνητοσκόπηση, φωτογράφιση κλπ κάθε μεταγομένου προσώπου ενώπιον των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών. Πρόκειται για διάταξη που (και με ευθύνη μας) έχει κυριολεκτικώς πέσει σε αδράνεια.
Ο δεύτερος, στα Ποινικά Χρονικά του έτους 2009, στη σελίδα 481, κάνει λόγο για ‘τηλεοπτική’ και εν γένει ‘μιντιοκρατούμενη’ δημοκρατία, στην οποία οι δικαστικού περιεχομένου υποθέσεις, που προβάλλονται με συναισθηματική φόρτιση στο «γυαλί», δεν αφήνουν, όπως προβάλλονται, ασυγκίνητη και ανεπηρέαστη τη Δικαιοσύνη, ακόμα, δυστυχώς, κι όταν οι κραυγές που εκχέονται από αυτό έρχονται από νομικά ανίδεους και, το χειρότερο, βρίσκονται σε αντίθεση με θεμελιώδεις και στοιχειώδεις κανόνες του νομικού μας πολιτισμού.
Η συντεταγμένη, επομένως, αντίδραση της νομικής κοινότητος προβάλλει εν προκειμένω επιβεβλημένη, καθόσον πρόκειται, μάλλον, για τον αγώνα του καλού με το κακό, όπου το ‘καλό’ για ακόμη μία φορά φαίνεται –αλλά δεν είναι– πιο αδύναμο από το ‘κακό’. Η νομική κοινότητα είναι ισχυρότερη από τα ΜΜΕ και κάποιους δημοσιογράφους, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι απευθύνεται στους εχέφρωνες, ενώ η κακή και επιπόλαιη δημοσιογραφία στους άφρονες. Μόνον με τον αγώνα μας αυτό θα (προσπαθήσουμε να) απαλλαγούμε από τη “Δημοκρατία των δημοσιογράφων” ή όποιας άλλης επαγγελματικής τάξης επιδείξει ανάλογη ύβρη και αλαζονεία για την ισχύ της. Μας αξίζει μία Δημοκρατία, με θεμέλιο αυτής μία Δικαιοσύνη, ηνιοχούμενη από νηφάλιους, ανεξάρτητους και δίκαιους, κυρίως, Δικαστές. Και πρέπει τώρα να αντισταθούμε για να μη ζήσουμε και άλλες καταστάσεις ανθρωποφαγίας.

5| Μόλις χρειάζεται να σημειωθεί πως δεν γνωρίζω ούτε τον Κο Κασσίμη, ούτε τον Κο Ψωμιάδη, αλλά ούτε και τους Δικηγόρους του τελευταίου. Μα κι αν τους γνώριζα τα ίδια και πάλι θα έγραφα. Διότι δεδομένο αλλά και διαρκώς ζητούμενο είναι η πλήρης και πραγματική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, αυτής που είναι απαλλαγμένη από πιέσεις και ανέρειστες και κακόβουλες κριτικές από έχοντες εξουσία πλην όμως νομικά ανίδεους ανθρώπους που υπηρετούν προφανείς σκοπιμότητες. Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, έχοντας αφελκυσθεί από την ίδια τη Δημοκρατία, δεν είναι μία ιδιότητα μεταξύ άλλων πολλών, αλλά υποστασιακός προσδιορισμός της (:της Δικαιοσύνης). Όλες οι ιδιότητες της Δικαιοσύνης υφίστανται μέσω της ανεξαρτησίας της και αποτελούν, όλες τους, μέσα προς αυτήν και μόνον αυτήν (:ανεξαρτησία) αναζητούν και αναδεικνύουν.-

Με εκτίμηση,
Ευάγγελος Ζαμπίτης,
Δικηγόρος